- σκαφέας
- σκαφέᾱς , σκαφεύςdiggermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαφέας — ο / σκαφεύς, έως, ΝΜΑ ο εργάτης που έχει ως κύριο έργο του το σκάψιμο, σκαφτιάς αρχ. σκαφηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. εύς. Η λ. με τη σημ. σκαφηφόρος προήλθε κατ απόσπαση από το συνθ. σκαφηφόρος, με κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
σκαφτιάς — και σκαφιάς και σκαφάς, ο, Ν σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτεροι τ. τού σκαφέας με κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς) και ιάς (πρβλ. γραφ ιάς). Ο τ. σκαφτιάς κατ επίδραση τού σκάφτω] … Dictionary of Greek
ορυγεύς — ὀρυγεύς (Α) σκαπανέας, σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρυγ τού ὀρύσσω + κατάλ. εύς (πρβλ. αρπαγ εύς)] … Dictionary of Greek
ορύκτης — ο (Α ὀρύκτης) [ορύσσω] αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας νεοελλ. 1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι… … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκαπανέας — ο / σκαπανεύς, έως, ΝΑ, και σκαμπανέας Ν αυτός που εργάζεται με τη σκαπάνη, που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού μηχανικού ο οποίος ασχολείται με τις σκαπτικές εργασίες, κν. σκαμπανεύς ή σκαμπανάκι 2. μέλος τής πρώτης… … Dictionary of Greek
σκαπανήτης — ὁ, Α (κατά τον Ζωναρ.) σκαπανέας, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπάνη, πιθ. μέσω ενός ρ. *σκαπανῶ] … Dictionary of Greek
σκαπτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. θρεπ τήρ / θρέπ τειρα)] … Dictionary of Greek
σκαφευτής — ὁ, ΜΑ, θηλ. σκαφεύτρια Μ σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφεύω. Η λ., αντίθετα προς το ρ. σκαφεύω, διατηρεί την κύρια σημ. τού ρ. σκάπτω] … Dictionary of Greek
σκαφευτικός — ή, ό, Ν [σκαφέας / σκαφεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκαφή και στον σκαφέα, σκαπτικός («σκαφευτικά εργαλεία») … Dictionary of Greek